- θεοφίλητος
- θεοφίλητος, -ον (Α)αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός ή οι θεοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -φίλητος (< φιλώ), πρβλ. α-φίλητος, πολυ-φίλητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοφιλήτους — θεοφίλητος loved by the gods masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Love of God — Part of a series on God General conceptions … Wikipedia
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek